- χοροστατικός
- χορο-στᾰτικός, ή, όν,A of instituting choruses: ἡ χ. (sc. τέχνη) Men. Rh.p.360S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοροστατικός — ή, όν, Α [χοροστάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοροστάτη … Dictionary of Greek
χοροστατικῶν — χοροστατικός of instituting choruses fem gen pl χοροστατικός of instituting choruses masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοροστατικῇ — χοροστατικός of instituting choruses fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)